- συμπαράγωγος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που παράγεται μαζί με κάποιον άλλο2. φρ. «συμπαράγωγα προϊόντα»(οικον.) τα προϊόντα που, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν κοινή προέλευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρ. Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.